πενικιλίνη

πενικιλίνη
η
αντιβιοτικό φάρμακο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πενικιλίνη — Αντιβιοτική ουσία με σχετικά απλή χημική δομή, που παράγεται από τη μούχλα (ευρώτα) penicillium notatum· την αντιμικροβιακή δραστηριότητα αυτής της μούχλας την παρατήρησε πρώτη φορά ο Φλέμινγκ το 1928. Η π. όμως που είχε ληφθεί τότε ήταν ακάθαρτη …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • Φλέμινγκ, Αλεξάντερ — (Fleming, Λόκφιλντ, Eϊρσάιρ 1881 – Λονδίνο 1955). Άγγλος γιατρός μικροβιολόγος. Εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Κέντρο Εμβολίων του νοσοκομείου Saint Mary του Λονδίνου και σε αυτό έκανε τις πιο σημαντικές παρατηρήσεις του: το 1922 ανακάλυψε τη… …   Dictionary of Greek

  • φαινοξυμεθυλοπενικιλ(λ)ίνη — η, Ν (φαρμ.) πενικιλίνη ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή στην αιθυλική αλκοόλη και στην ακετόνη, ανθεκτική στην αδρανοποίηση από γαστρικούς παράγοντες, γεγονός που τήν καθιστά κατάλληλη για πρόσληψη από το στόμα, αλλ. πενικιλίνη V. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • ανταγωνισμός — (Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων… …   Dictionary of Greek

  • διφθερίτιδα — Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο μικρόβιο της δ. ή του Löffler. Μεταδίδεται μέσω της αναπνευστικής, γαστρεντερικής οδού ή λύσης της συνέχειας του δέρματος, από πάσχοντες ή από υγιείς φορείς του μικροβίου και σπανιότερα από μολυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”